- τραγορίγανος
- η, ο, ΝΑ, και τραγορίγανον, τὸ, Αείδος τού φυτού ορίγανο, η θύμβρα*, κν. θρουμπίαρχ.φρ. α) «τραγορίγανος πλατύφυλλος» — είδος ρίγανηςβ) «τραγορίγανος λεπτοφυλλος» — το θρουμπί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ὀρίγανος / ὀρίγανον].
Dictionary of Greek. 2013.